χορογραφώ

χορογραφώ
-έω, ΜΑ [χωρογράφος]
περιγράφω χώρες, είμαι χωρογράφος
αρχ.
1. καθορίζω τα όρια ενός τόπου
2. (στον ρωμαϊκό στρατό) είμαι χωρομέτρης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”